ιμπρεσιονιστικός

ιμπρεσιονιστικός
ιμπρεσιονιστικός, -ή, -ό και εμπρεσιονιστικός, -ή, -ό
(βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”